τιγρητόφθαλμος

τιγρητόφθαλμος
ο, Ν
(ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ημιπολύτιμου λίθου μάτι τής τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tigereye / tiger's eye < tiger «τίγρης» + eye «μάτι, οφθαλμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιλουρόφθαλμος — Είδος χαλαζία, που ονομάζεται επιστημονικά και χαλαζίας λαμπυρίζων. Έχει πρασινόλευκο, πρασινόφαιο, κόκκινο ή καστανό χρώμα και βρίσκεται βασικά στη Σρι Λάνκα. Παραλλαγές χαλαζία της ίδιας κατηγορίας είναι ο αετόφθαλμος και ο τιγρητόφθαλμος. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”